γεναριάτικος

γεναριάτικος
-η, -ο
αυτός που ανήκει, αναφέρεται («γεναριάτικες μέρες») ή γίνεται κατά τον Γενάρη («γεναριάτικες σπορές»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γεναριάτικος — γεναριάτικος, η, ο και γεναρίτικος, η, ο αυτός που αναφέρεται ή γίνεται το Γενάρη μήνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”